ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ BORDEAUX ΣΧΕΤΙΚΑ

ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ

 «ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

2 ΙΟΥΛΙΟΥ 2009

Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης να δοθεί γνώμη επί του θέματος « … », το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Δικαστών και το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων αποφάσισαν τα ακόλουθα:

1.             Είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας το κράτος δικαίου να προστατεύεται από ένα δικαστικό σύστημα αμερόληπτο και αποτελεσματικό.  Οι εισαγγελείς και οι δικαστές πρέπει να φροντίσουν, σε όλα τα επίπεδα της δικαστικής διαδικασίας να προστατεύονται τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες συμπεριλαμβανομένων και των δικαιωμάτων των θυμάτων αδικημάτων, όπως και η ασφάλεια των ατόμων και να υπάρχει απόλυτος σεβασμός του δικαιώματος του υπό κατηγορία ατόμου να υπερασπίζεται και να τυγχάνει δίκαιας δίκης ενώπιον αμερόληπτου και ανεξάρτητου δικαστή.

2.             Στα κράτη μέλη όπου η Εισαγγελία έχει αρμοδιότητες πέραν του ποινικού τομέα, οι αρχές που αναφέρονται εφαρμόζονται mutatis mutandis σε όλες τις εν λόγω αρμοδιότητες. 

3.             Μια σωστή δικαιοσύνη απαιτεί το σεβασμό της αρχής της ισότητας των όπλων μεταξύ δημόσιου κατήγορου και υπεράσπισης.  Απαιτεί επίσης το σεβασμό της ανεξαρτησίας του δικαστηρίου και της αρχής του διαχωρισμού των εξουσιών όπως και το σεβασμό της εξαναγκαστικής ισχύος των τελεσίδικων αποφάσεων. 

4.             Οι διαφορετικοί ρόλοι, οι οποίοι όμως αλληλοσυμπληρώνονται, των δικαστών και των εισαγγελέων είναι μία εγγύηση απαραίτητη για μία δικαιοσύνη δίκαιη και αμερόληπτη.  Εάν οι δικαστές και εισαγγελείς πρέπει να είναι ανεξάρτητοι στην άσκηση των καθηκόντων τους, οφείλουν επίσης να είναι ανεξάρτητοι οι μεν από τους δε. 

5.             Ο ρόλος των δικαστών, και εάν υπάρχουν, των ενόρκων είναι να δικάζουν τις υποθέσεις οι οποίες παρουσιάζονται κανονικά ενώπιον τους από την εισαγγελία.  Η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστών βασίζεται στην απουσία οποιασδήποτε ανεπιθύμητης επιρροής εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής ή της υπεράσπισης. 

6.             Η εφαρμογή του Νόμου, η ισότητα των όπλων και, ενδεχομένως, η διακριτική ευχέρεια των εισαγγελέων στη φάση πριν τη καταδίκη, απαιτούν όπως το καθεστώς των εισαγγελέων είναι  εγγυημένο από το Σύνταγμα ή από το Νόμο όπως είναι το καθεστώς των δικαστών. 

7.             Το CCJA και το CCPE αναφέρονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 5.3 και 6 της Σύμβασης.  Πρόκειται συγκεκριμένα για την απόφαση CEDH στα πλαίσια της υπόθεσης Schiesser vs- Ελβετία στην οποία το Δικαστήριο επαναβεβαίωσε την ανάγκη ανεξαρτησίας από το εκτελεστικό και των μερών για κάθε δικαστικό που ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες, αλλά αυτό δεν αποκλείει την υποταγή σε μία ιεραρχική δικαστική αρχή. [καθ’ ύλη δικαστική αρμοδιότητα που μπορεί να δοθεί στους εισαγγελείς πρέπει να είναι περιορισμένη στις υποθέσεις οι οποίες επιφέρουν ποινές οικονομικού χαρακτήρα].

8.             Ένα καθεστώς ανεξαρτησίας για τους εισαγγελείς απαιτεί μερικές βασικές αρχές:

-          Να μην υποβάλλονται, κατά τη διάρκεια της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, σε παράνομες επιρροές ή σε πιέσεις οποιασδήποτε προέλευσης εκτός της ιεραρχίας τους (ανεξαρτησία λειτουργίας).

-          Η πρόσληψη  τους, η καριέρα τους και η εξασφάλιση της καριέρας και των απολαβών τους πρέπει να προστατεύονται από το Νόμο (βλέπε Rec. (2000)19).

9.             Σε ένα κράτος δικαίου, η αποτελεσματικότητα των ποινικών διώξεων δεν μπορεί να αναλυθεί ξεχωριστά από τις δημόσιες έρευνες της αρχής, των κανονικών σχέσεων προς την ιεραρχία και από την επαγγελματική ευθύνη.  Σε μία εισαγγελία η οποία διέπεται από την αρχή της ιεραρχίας, οι οδηγίες προς τους εισαγγελείς πρέπει να δίδονται γραπτώς, με σεβασμό προς το Νόμο και, ενδεχομένως, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και τα κριτήρια που δημοσιεύονται.  Κάθε αναθεώρηση, επιτρεπόμενη από το Νόμο, μίας απόφασης για δίωξη ή για μη δίωξη την οποία λαμβάνει εισαγγελέας πρέπει να λαμβάνεται με αμεροληψία και αντικειμενικά από την ίδια την εισαγγελία ή από δικαστική αρχή.  Σε όλες τις περιπτώσεις, το συμφέρον του θύματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. 

10.         Το να συμμερίζονται κοινές νομικές και δεοντολογικές αρχές όλοι οι εμπλεκόμενοι στη δικαστική διαδικασία επαγγελματίες είναι ουσιώδες για μία σωστή απονομή της δικαιοσύνης.  Η εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαίδευσης σε διοικητικά θέματα είναι ένα δικαίωμα και ένα καθήκον για τους δικαστές και τους εισαγγελείς.  Εάν χρειάζεται μία εκπαίδευση κοινή για τους δικαστές και τους εισαγγελείς, η οποία θα είναι ανοικτή επίσης στους δικηγόρους, είναι ένα αποτελεσματικό μέσο στην αναζήτηση μίας ποιοτικής δικαιοσύνης.

11.         Το συμφέρον της κοινωνίας απαιτεί επίσης τα μέσα να είναι ελεύθερα να πληροφορούν το κοινό σχετικά με τις υποθέσεις ενώπιον της δικαιοσύνης και να εξηγούν τον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συστήματος.  Σε αυτό το έργο, τα μέσα θα πρέπει να σέβονται ιδιαίτερα το τεκμήριο αθωότητας των υπό κατηγορία ατόμων, το δικαίωμα τους σε δίκαια δίκη, την ασφάλεια των ατόμων και το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής.  Δικαστές και εισαγγελείς θα πρέπει να συντάξουν κώδικα σωστής συμπεριφοράς ο οποίος να διέπει τις αντίστοιχες σχέσεις με τα μέσα. 

12.         Οι δικαστές και οι εισαγγελείς έχουν ρόλο κλειδί στη διεθνή συνεργασία για ποινικά θέματα.  Με αυτά τα δεδομένα, είναι απαραίτητο όπως οι δικαστές έχουν πρόσβαση σε διαφανείς και συμπληρωμένες πληροφορίες που θα έχουν εξασφαλίσει οι εισαγγελείς στα πλαίσια της διεθνούς συνεργασίας, για να εξασφαλίζεται αποτελεσματική δικαστική προστασία των βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.